Dictionary of Greek. 2013.
ωρονόμιο — το / ὡρονόμιον, ΝΜΑ [ὡρονόμος] νεοελλ. μσν. (στο Βυζ.) σύστημα οπτικής τηλεπικοινωνίας με πυρσούς αρχ. ὡρονομεῑον* … Dictionary of Greek